- γνωστάς
- γνωστά̱ς , γνωστόςknownfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γνώστας — γνώστᾱς , γνώστης one that knows masc acc pl γνώστᾱς , γνώστης one that knows masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вѣдоуни˫а — ВѢДОУНИ|˫А (2*), Ѣ ( ˫А) с. Ведунья, колдунья: створи чревоволшвеникы, и вѣдѹни˫а [в др. сп. вѣдѣнiа, видѣнiа] ѹмножи, и гл҃ъми волхвоваше и на птица смотрениѥ. (γνώστας) ГА XIII–XIV, 180в; гл҃ъ волхованиѥ же сѹща˫а словесъ назирани˫а,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ρητός — ή, ό / ῥητός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει λεχθεί 2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.) 3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ… … Dictionary of Greek